μαμπάριος

μαμπάριος
μαμπάριος, ὁ (Α)
βλ. μαππάριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαππάριος — μαππάριος, ὁ (ΑM, Α και μαμπάριος) [μάπα] ειδικός υπάλληλος στον ιππόδρομο ο οποίος έδινε το σημείο έναρξης τών αγώνων, υψώνοντας τη μάππα, δηλαδή τεμάχιο λευκού υφάσματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”